- ἠχεῖ
- ἠχέωsoundpres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)ἠχέωsoundpres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἤχει — ἄγω lead plup ind act 3rd sg (attic epic) ἠχέω sound imperf ind act 3rd sg (attic epic) ἠχέω sound pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἤ̱χει , ἠχέω sound imperf ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ἠχέω sound imperf ind act 3rd sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠχείοις — ἠχεί̱οις , ἠχεῖον drum neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠχείου — ἠχεί̱ου , ἠχεῖον drum neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠχείων — ἠχεί̱ων , ἠχεῖον drum neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠχείῳ — ἠχεί̱ῳ , ἠχεῖον drum neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευρύοπα — εὐρύοπα, ὁ (Α) 1. αυτός που ηχεί σε μεγάλη έκταση («εὐρύοπα κέλαδον φθεγγόμενος») 2. (επίθ. τού Διός) αυτός που βλέπει μακριά, σε μεγάλη έκταση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ευρύοπα απαντά ως προσωνυμία τού τ. Ζην ή Κρονίδην στην αιτιατ., αλλά και στην ονομαστ … Dictionary of Greek
ένηχος — ἔνηχος, ον (AM) [ήχος] (για πρόσ.) γνώστης, έμπειρος, ειδήμων μσν. αυτός που φαίνεται πως ηχεί στη μνήμη ή στην ακοή, έχει καθαρό ακουστικό ερεθισμό, ο έναυλος αρχ. 1. αυτός που παράγει ήχο, ψίθυρο, φλοίσβο («ἔνηχα ὕδατα», Φιλόστρ.) 2. (για… … Dictionary of Greek
δυσηχής — δυσηχής, ές και δύσηχος, ον (AM) 1. αυτός που ηχεί δυσάρεστα ή άσχημα 2. (για μέταλλα) αυτός που ηχεί υπόκωφα 3. δυσάρεστος στην ακοή 4. λυπηρός, θλιβερός … Dictionary of Greek
ισόκτυπος — ἰσόκτυπος, ον (Α) αυτός που ηχεί με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ηχεί κάποιος άλλος, αυτός που κτυπά εξίσου ισχυρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κτυπος, (< κτύπος) πρβλ. ετερό κτυπος, χαλκό κτυπος] … Dictionary of Greek
ομόηχος — η, ο (ΑΜ ὁμόηχος, ον) αυτός που παράγει τον ίδιο ήχο, αυτός που ηχεί όμοια με κάποιον άλλο αρχ. αυτός που ηχεί μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ἦχος (πρβλ. κακό ηχος)] … Dictionary of Greek